- προσυπερβάλλω
- Α1. ξεπερνώ κάποιον σε κάτι επί πλέον, υπερτερώ σε κάτι ακόμα («προσυπερβάλλειν τινας ὠμότητι», Φίλ.)2. παραβαίνω κάτι ακόμη («προσυπερβάλλειν τοὺς ἐπιεικείας ὅρούς», Φίλ.)3. (απολ.) υπερβαίνω, προχωρώ πέρα από το δίκαιο ή το αναγκαίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὑπερβάλλω «υπερβαίνω, υπερέχω»].
Dictionary of Greek. 2013.